- ἀλίθιος
- ἀ̱λίθιος , ἠλίθιοςidlemasc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… … Dictionary of Greek